θαυμασιότης

θαυμασιότης
θαυμασιότης
disposition to wonder
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θαυμασιότητα — θαυμασιότης disposition to wonder fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασιότητι — θαυμασιότης disposition to wonder fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασιότητος — θαυμασιότης disposition to wonder fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασιότητα — η (Α θαυμασιότης) [θαυμάσιος] η ιδιότητα τού θαυμάσιου, το αξιοθαύμαστο, θαυμάσια φύση ή ιδιότητα αρχ. 1. αξιοθαύμαστος χαρακτήρας, αξιοθαύμαστη ιδιότητα 2. επιγρ. φρ. «ἡ σὴ θαυμασιότης» η εξοχότητά σου …   Dictionary of Greek

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”